Saturday, December 16, 2017

Η πολιτική σκοπιμότης στην μέτρηση του πληθωρισμού αποκρύπτει την υπερμεγέθη καταστροφή που έχει προξενήσει στην Ελληνική οικονομία



Ενώ υφιστάμεθα τεράστιο πληθωρισμό, η κατοχική κυβέρνηση μιλά για αποπληθωρισμό. Και μάλιστα ο Ντράγκι της ΕΚΤ ανησυχεί και θέλει να αλλάξει την τάση.  
Η παρουσίαση οικονομικών ζητημάτων στο κοινό εδώ και πολλά χρόνια έχει εκφυλιστεί λόγω της τηλεοπτικής προβολής χυδαίων οικονομολόγων οίτινες αδιαφορούν για την αντικειμενική ενημέρωση.
Στην μέτρηση του πληθωρισμού και κατ’ επέκταση του αποπληθωρισμού επικρατεί η πολιτική σκοπιμότης. Η παρουσίαση των μεγεθών αποσκοπεί στο να προκαλέσει σύγχυση και κατευνασμό της λαϊκής συνειδήσεως.   
Αν υπήρχε στοιχειώδης επιστημονική υπευθυνότητα αρκετοί οικονομολογούντες θα έπρεπε να ήταν άνεργοι. Η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται με νούμερα στα οποία ακούγεται ότι ο πληθωρισμός στην Ελλάδα στα χρόνια του μνημονίου ήταν πχ 2%, και το 2014 αντεστράφη σε αρνητικό πρόσημο, με αποπληθωρισμό -1%.
Παρουσιάζουν ψευδή στοιχεία χωρίς να εξηγούν στον κόσμο με ποιά κριτήρια μετρούν τον πληθωρισμό, και κυρίως τα αίτια του πληθωρισμού.
Ο συνήθης ορισμός του πληθωρισμού είναι η γενική αύξηση των τιμών αγαθών και υπηρεσιών σε μία χρονική περίοδο. Και πάντα τον ορίζουν με βάση την αγοραστική αξία ανά μονάδα χρήματος.
Θεωρώ αυτόν τον ορισμό τόσο γενικό όσο και απαράδεκτο, επειδή δεν βοηθά σε τίποτε όσους θέλουν να κατανοήσουν τα βαθύτερα αίτια και τα αποτελέσματα του πληθωρισμού.
Πριν αναφέρουμε τα είδη πληθωρισμού, θα επικεντρωθούμε στο επίμαχο σημείο του άρθρου. Ισχυριζόμεθα ότι η Ελληνική κοινωνία βιώνει καθεστώς υψηλού πληθωρισμού αντί αποπληθωρισμού. Δηλαδή το αντίθετο απ’ αυτό που ισχυρίζεται το κατοχικό καθεστώς.

Και αυτό διότι πρέπει πάντα να μας απασχολεί το σχετικό επίπεδο τιμών και μισθών. Πρέπει πάντα να εξετάζουμε την φορά των τιμών, είναι προς τα πάνω; Μήπως η φορά των μισθών είναι προς τα κάτω; Μήπως τιμές και μισθοί αυξάνονται συγχρόνως αλλά με διαφορετικούς ρυθμούς; Μήπως οι μισθοί αυξάνονται ενώ οι τιμές μειώνονται;
Στην χώρα μας από τις αρχές του μνημονίου κυριαρχούν δύο τάσεις. Μία αύξηση των τιμών λόγω φοροεπιδρομής, ήτοι υφιστάμεθα φορολογικό πληθωρισμό(κάτι που σπανίως αναφέρουν οι οικονομολογούντες), και μία καθίζηση μισθών.
Η μείωση στους μισθούς έγινε με μεγαλύτερη ταχύτητα, ενώ η αύξηση στις τιμές αναλόγως του αγαθού. Άλλοτε με μικρή άλλοτε με μεγάλη ταχύτητα. Η αύξηση στην τιμή της βενζίνης εκτινάχθηκε κατά 60%. Τεράστιες αυξήσεις είχαμε στα διόδια και στο ηλεκτρικό ρεύμα, οι οποίες επιβαρύνουν τις τελικές τιμές που πληρώνει ο καταναλωτής. Όμως στα τρόφιμα δεν είχαμε μεγάλες αυξήσεις, σε ωρισμένες περιπτώσεις είχαμε μειώσεις τιμών.  
Αυτό που μας ενδιαφέρει να κατανοήσει ο αναγνώστης είναι ότι το καθεστώς όταν πρόκειται να μιλήσει για πληθωρισμό μετρά την σχετική αύξηση μεταξύ των τιμών σε μία χρονική περίοδο, και όχι την σχετική απόκλιση μεταξύ τιμών και μισθών.
Δηλαδή, αν υποθέσουμε ότι ένας μισθωτός έχει μηνιαίες βιοποριστικές δαπάνες 1000 ευρώ, και παίρνει μισθό 1000 ευρώ, τότε καταφέρνει να επιβιώσει. Αν όμως αυξηθούν οι τιμές στο ρεύμα, στα τρόφιμα, κλπ, με αποτέλεσμα να χρειάζεται 1100 ευρώ, ενώ ο μισθός του παραμένει σταθερός, μπορούμε να πούμε ότι βιώνει πληθωρισμό της τάξεως του 10%.
Αν υποθέσουμε ότι οι τιμές βασικών αγαθών σε ένα έτος αυξηθούν κατά 2%, η στατιστική υπηρεσία θα δηλώσει ότι έχουμε 2% ετήσιο πληθωρισμό. Μα εδώ ακριβώς εντοπίζεται η πολιτική απάτη. Η σύγκριση τιμών σε ένα χρονικό διάστημα αν δεν περιλαμβάνει το επίπεδο μισθών, δεν μας διαφωτίζει για τον πραγματικό πληθωρισμό που βιώνει ο Λαός μας.
Αν στο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε, ο μισθωτός διαπιστώσει ότι το μηνιαίο κόστος ζωής αυξήθηκε από τα 1000 στα 1100 ευρώ, και ταυτοχρόνως ο μισθός του μειώθηκε από τα 1000 στα 500 ευρώ, τότε ο πραγματικός πληθωρισμός ισοδυναμεί με 120%(διαιρούμε την βιοποριστική δαπάνη των 1100 ευρώ με τα 500 ευρώ μισθό). Το κόστος ζωής γι’ αυτόν αυξήθηκε κατά 120%.
Αυτή η αριθμητική πράξη ισοδυναμεί με το να παρέμενε σταθερός ο μισθός του εργαζομένου στα 1000 ευρώ, αλλά το μηνιαίο κόστος ζωής να ανήρχετο στα 2200 ευρώ.
Πάντα πρέπει να μετράμε την σχετική διαφορά μεταξύ μισθών και τιμών, και ποτέ την σχετική διαφορά μεταξύ τιμών, προκειμένου να μετρήσουμε τον πραγματικό πληθωρισμό. Στην δεύτερη περίπτωση το κατοχικό καθεστώς υπονοεί ότι οι μισθοί παραμένουν σταθεροί, κάτι που φυσικά δεν ισχύει.
Όσοι σήμερα μιλούν για αποπληθωρισμό της Ελληνικής οικονομίας της τάξεως του -1%, αποσιωπούν ότι θα πρέπει πάλι να συγκρίνουμε τιμές και μισθούς. Αν οι τιμές βασικών αγαθών έχουν μειωθεί κατά 1% ενώ οι μισθοί κατά 50% τότε προφανώς δεν βιώνουμε αποπληθωρισμό αλλά μία ελαφρά μείωση στον ρυθμό αυξήσεως του πληθωρισμού.
Ο συλλογισμός βασίζεται στην σχετική ταχύτητα δύο αυτοκινήτων που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση, σε ευθύγραμμη τροχιά. Αν το ένα αυτοκίνητο κινείται με 60χλμ/ώρα και το άλλο με 80χλμ/ώρα, τότε η σχετική τους ταχύτητα ισοδυναμεί με 140χλμ/ώρα. Αν συγκρουστούν μετωπικώς, η τροχαία θα καταγράψει σφοδρότητα συγκρούσεως 140χλμ/ώρα. Μόνον αν κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση η σχετική ταχύτητα είναι 20χλμ/ώρα.
Αυτό το σημείο για πολλά χρόνια αποτελούσε ζήτημα διαφωνίας μεταξύ οικονομολόγων. Αρκετοί αστοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι η αύξηση των μισθών πρέπει να αθροιστεί στον πληθωρισμό, επειδή θεωρούν ότι θα ενσωματωθεί στις τιμές των προϊόντων. Γι’ αυτό μετρούν τον πληθωρισμό με βάση τον ρυθμό αυξήσεως των τιμών ανά μονάδα χρήματος.
Αν όμως στο παράδειγμα που χρησιμοποιήσαμε, ένας πολίτης διαπιστώνει ότι οι τιμές των βασικών αγαθών παραμένουν σταθερές, ήτοι χρειάζεται 1000 ευρώ μηνιαία έξοδα, αλλά ο μισθός του έχει μειωθεί στα 400 ευρώ μηνιαίως, για τις ίδιες ώρες εργασίας, τότε είναι αδιανόητο να ισχυρίζεται ένας αστός οικονομολόγος ότι ο πληθωρισμός είναι μηδενικός.
Η μονάδα του χρήματος όντως αγοράζει την ίδια ποσότητα αγαθών, άρα έχει την ίδια αγοραστική αξία, αλλά η σχέση μισθών και χρήματος έχει διαταραχθεί. Ο εργοδότης αγοράζει μεγαλύτερη ποσότητα εργασίας ανά μονάδα χρήματος. Κατ’ επέκτασιν ο εργαζόμενος με 8 ώρες εργασίας ημερησίως, αγοράζει μικρότερη ποσότητα αγαθών, παρά το ότι η αξία του κυκλοφορούντος νομίσματος παράμενει σταθερή. Άρα βιώνει υψηλό πληθωρισμό όχι διότι έχουν αυξηθεί οι τιμές, αλλά επειδή έχει μειωθεί ο μισθός του.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο που αποσιωπούν όσοι θέλουν να δικαιολογήσουν την μνημονιακή λαίλαπα είναι τα είδη πληθωρισμού. Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι προσπαθούν να εξαπατήσουν τον Λαό ισχυριζόμενοι ότι εθνικό νόμισμα=πληθωρισμός. Υπονοούν νομισματικό πληθωρισμό, κάτι το οποίο είναι ψευδές.
Υπάρχουν πολλά είδη πληθωρισμού, είς εξ αυτών είναι και ο νομισματικός πληθωρισμός. Αλλά δεν είναι μόνον αυτός. Η ποσότητα κυκλοφορούντος χρήματος δύναται να αυξομειώνεται. Yπάρχουν ένα σωρό εργαλεία δια των οποίων προστίθεται ή αφαιρείται νόμισμα από την αγορά. 

Ειδικά στην χώρα μας αυτή την στιγμή βιώνουμε έναν νομισματικό αποπληθωρισμό, λόγω τεχνητής ελλείψεως ρευστού. Η τεχνητή έλλειψη ρευστότητος προξενεί δραματική μείωση της καταναλώσεως, η οποία σε συνδυασμό με την αντεργατική νομοθεσία μειώνει τεχνητά τους μισθούς, με σκοπό την τεχνητή μείωση των τιμών(εσωτερική υποτίμηση). Αλλά αυτή η μείωση αντισταθμίζεται από άλλες αυξήσεις, όπως οι αυξήσεις στους φόρους.
Υπάρχει ο εισαγόμενος πληθωρισμός, για τον οποίο δεν λένε τίποτε οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι. Πχ η τιμή του πετρελαίου από τα 30 δολλάρια το βαρέλι στον πυθμένα της κρίσεως, έφτασε τα 102 δολλάρια σήμερα(Ιούνιος 2014). Η αύξηση στην τιμή του πετρελαίου αποτελεί εισαγόμενο πληθωρισμό.
Υπάρχει ο πληθωρισμός λόγω φορολογίας. Η φορολογία στην Ελλάδα έχει αυξηθεί πάνω από 200%. Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό της φοροεπιβαρύνσεως ενσωματώνεται στο τελικό προϊόν, και μόνον ένα πολύ μικρό ποσοστό απορροφάται από την επιχείρηση, προξενώντας αυξητικές, πληθωριστικές τάσεις.
Υπάρχει ο πληθωρισμός λόγω εναρμονισμένων πρακτικών, κοινώς καρτέλ. Στην Ελλάδα υπάρχουν μεγάλα καρτέλ, όπως το τραπεζικό και το πετρελαϊκό, που διαμορφώνουν υψηλές τιμές εις βάρος των καταναλωτών.
Πληθωρισμός κόστους λόγω μισθών από διεκδικήσεις εργατικών συνδικάτων δεν υφίσταται αυτή την στιγμή στην χώρα μας. Αντιθέτως σε αυτό το ζήτημα υφίσταται υψηλός αποπληθωρισμός.
Υπάρχει ένας δομικός πληθωρισμός, για τον οποίο πολύ λίγα γράφονται. Είναι ο πληθωρισμός που υφίστανται οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι λόγω γραφειοκρατίας και πολυνομίας. Εργαζόμενοι και επιχειρήσεις πληρώνουν τεράστια ποσά σε λογιστές, δικηγόρους, δικαστήρια, φοροτεχνικούς, και συμβολαιογράφους, προκειμένου να εφαρμόζουν πιστά τις εντολές της γραφειοκρατικής αρχούσης τάξεως. 

Το κόστος πολλές φορές δεν πληρώνεται σε χρήμα αλλά σε χρόνο. Αρκετά μεροκάματα χάνονται για να τρέχει ο εργαζόμενος ή ο επιχειρηματίας από δημόσια υπηρεσία σε δημόσια υπηρεσία, για να καταφέρει να πάρει την πολυπόθητη άδεια για να κάνει την δουλειά του. Όλο αυτό το κόστος σε χρόνο και χρήμα μετακυλίεται στο τελικό προϊόν, πιέζοντας τον πληθωρισμό προς τα πάνω.
Υπάρχει πληθωρισμός λόγω συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η Ελλάδα τιμολογεί τα προϊόντα της σε ένα σκληρό νόμισμα, με αποτέλεσμα να υπολείπεται σε ανταγωνιστικότητα απ’ όσα όμορα κράτη είναι εκτός ευρώ. Οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι αποσιωπούν αυτό το έγκλημα το οποίο σήμερα δεν είναι τόσο εμφανές, αλλά ήταν εμφανές το 2002 όταν άρχισε να κυκλοφορεί το ευρώ στην Ελλάδα. Όσες εφημερίδες κόστιζαν  100 ή 150 δρχ ανά φύλλο, αμέσως τιμολόγησαν τα φύλλα τους σε 1 ή 1.5 ευρώ.
Ήτοι 340/100 ίσον 240% πληθωρισμός μέσα σε μία νύχτα. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι τα όμορα κράτη δεν έκαναν αντίστοιχες «στρογγυλοποιήσεις» προς τα πάνω, ο Λαός μας βίωσε μία τεράστια καθίζηση στην αγοραστική του δύναμη, ουδεμία σχέση έχουσα με την δραχμή.
Όταν μιλάμε για πληθωρισμό, αφ’ ενός πρέπει να διαχωρίζουμε το είδος του, δηλαδή από πού προέρχεται, αφ’ ετέρου να δηλώνουμε με ποιά βάση τον μετράμε. Αν τον μετράμε με βάση την αύξηση των τιμών ανά μονάδα χρήματος, ή με βάση την απόκλιση μεταξύ τιμών και μισθών. Διότι αν στην Ελλάδα ο μισθός μειωθεί στα 300 ευρώ τον μήνα, και οι τιμές παραμείνουν σταθερές, σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να ισχυρίζεται ένας σοβαρός οικονομολόγος ότι δεν υφίσταται πληθωρισμός.
Η αγοραστική αξία του ευρώ μπορεί να παραμένει σταθερή ως προς τιμές των αγαθών, αλλά η αγοραστική αξία της εργασίας έχει υποστεί καθίζηση. Επομένως πρέπει να μας απασχολεί η σχέση τιμών και μισθών, αλλιώς δεν έχει νόημα η φράση «το καλάθι της νοικοκυράς» την οποία χρησιμοποιούν κατά κόρον και παραπλανητικώς οι καθεστωτικοί οικονομολόγοι.
Το ζήτημα δεν είναι αν τα 1000 ευρώ μισθού σήμερα αγοράζουν την ίδια ποσότητα αγαθών με αυτήν του έτους 2009, αλλά ότι σήμερα τα 1000 ευρώ μισθός έγιναν 500. Η εσωτερική υποτίμηση της εργασίας που επέβαλε η Τρόϊκα πρέπει να καταγραφεί ως σχετική αύξηση τιμών καταναλωτού, ήτοι ως πραγματικός πληθωρισμός. 

No comments:

Post a Comment